Η σαρκοπενική παχυσαρκία χαρακτηρίζεται από μειωμένη σκελετική μυϊκή μάζα, μείωση της λειτουργικότητας, καθώς και αυξημένο λιπώδη ιστό, κυρίως σε άτομα της τρίτης ηλικίας. Ο όρος προέκυψε από διάφορες μελέτες ανίχνευσης της σαρκοπενίας, κυρίως σε γηριατρικό πληθυσμό.
Η απώλεια της σκελετικής μυϊκής μάζας και της λειτουργικότητας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της γήρανσης και συνήθως συνοδεύονται από σχετική ή απόλυτη αύξηση του σωματικού λίπους (διαδικασία που ευνοεί την πιθανή ανάπτυξη και εμφάνιση σαρκοπενικής παχυσαρκίας). Ωστόσο, η σαρκοπενία μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα με παχυσαρκία σε οποιαδήποτε ηλικία. Η παχυσαρκία μπορεί να οδηγήσει ανεξάρτητα σε απώλεια μυϊκής μάζας και λειτουργίκότητας, λόγω των αρνητικών επιπτώσεων των μεταβολικών διαταραχών που εξαρτώνται από τον λιπώδη ιστό, όπως το αυξημένο οξειδωτικό στρες, η παρουσία φλεγμονή και η αντίσταση στην ινσουλίνη, οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά τη μυϊκή μάζα.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της σαρκοπενικής παχυσαρκίας είναι υψίστης σημασίας, καθώς αποτελεί ισχυρό και ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την ευπάθεια, τη συννοσηρότητα και τη θνησιμότητα. Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Κλινικής Διατροφής και Μεταβολισμού (ESPEN) σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εταιρεία για τη Μελέτη της Παχυσαρκίας (EASO) προτείνουν 3 διαγνωστικά κριτήρια για τη σαρκοπενική παχυσαρκία:
- Ανίχνευση
- Διάγνωση
- Σταδιοποίηση